κουννιγκάμια — η βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δέντρων που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cunninghamia < όνομα τών Αllan και Richard Cunningham. Άγγλων βοτανολόγων] … Dictionary of Greek
μετασεκόια — η βοτ. γένος κωνοφόρων δέντρων που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες … Dictionary of Greek
σεκοϊάδενδρο — το, Ν βοτ. γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταξοδιίδες τής τάξης κωνιφερώδη και περιλαμβάνει μόνον το είδος Sequoiadendron giganteum, γνωστό και ως Sequoia gigantea ή Sequoia wellingtonia, γιγάντιο αειθαλές δέντρο που … Dictionary of Greek
σεκόια — Κωνοφόρο της οικογένειας των Κυ παρισσιδών ή, κατ’ άλλους, των Ταξοδιιδών (γυμνόσπερμα). Κατάγεται από τη βόρεια Αμερική και είναι από τα μεγαλύτερα και περισσότερο μακρόβια είδη του φυτικού κόσμου: φτάνει καμιά φορά ύψος 135 μ. και περίμετρο στη … Dictionary of Greek
σκιαδοπίτυς — (sciadopitys). Γυμνόσπερμο της οικογένειας των Ταξοδιιδών (κωνοφόρα) με μοναδικό είδος τη σ. τη σπονδυλωτή (sc. verticil lata), φυτό ιθαγενές της Ιαπωνίας. Η σ. είναι δέντρο αείφυλλο, που φτάνει ως τα 40 μ. ύψος και έχει κορυφή πυραμοειδή. Τα… … Dictionary of Greek
ταξόδιο — (taxodium). Γένος κωνοφόρων ξυλωδών φυτών της οικογένειας των ταξοδιιδών. Είναι ψηλά δέντρα με φλοιό που έχει σχισμές. Αριθμεί 3 είδη τα οποία απαντούν στο νοτιοανατολικό τμήμα της Βόρειας Αμερικής και στο Μεξικό. Το σπουδαιότερο είναι το τ. το… … Dictionary of Greek